Οστεοπόρωση ονομάζουμε την μείωση της μάζας και την διαταραχή της μικροαρχιτεκτονικής του οστού, με συνέπεια τον αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων. Η οστεοπόρωση δεν έχει συμπτώματα μέχρι να προκύψει κάταγμα .Το κάταγμα μπορεί να εκδηλωθεί με πόνο, παραμόρφωση ,αναπηρία ή απώλεια ύψους. Η διάγνωση της οστεοπόρωσης είναι σημαντική γιατί μάς δίνει τη δυνατότητα να προλάβουμε τα κατάγματα και τίς συνέπειές τους.

 

Μπορούμε να διαγνώσουμε την οστεοπόρωση
• μετά από ένα κάταγμα χαμηλής βίας (π.χ. σε πτώση από ύψος μικρότερο από αυτό του ασθενούς)
• μέσω της μέτρησης οστικής πυκνότητας (DEXA)
• μέσω του εργαλείου υπολογισμού καταγματικού κινδύνου FRAX.

 

Η οστεοπόρωση έχει συσχετιστεί κυρίως με την εμμηνόπαυση. Στην πραγματικότητα μπορεί να εμφανιστεί δευτερογενώς σε διάφορες άλλες καταστάσεις και παθήσεις (κάπνισμα αλκοολισμός ,ακινητοποίηση μετά από τραυματισμό,  στην κύηση και τη γαλουχία, σε διάφορες παθήσεις των ενδοκρινών αδένων, σε ρευματοπάθειες, σε διαταραχές απορρόφησης θρεπτικών συστατικών από το πεπτικό σύστημα κ.α.). Τέλος δεν είναι σπάνια και στους άντρες όπου στο 50% των περιπτώσεων δεν διαπιστώνεται σαφής αιτία.

Στο ιατρείο πραγματοποιείται σε βάθος αξιολόγηση του ασθενούς με οστεοπόρωση και διαμορφώνεται ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα θεραπείας με συνδυασμό φυσικών παρεμβάσεων στον τρόπο ζωής , με κατάλληλη φαρμακευτική θεραπεία όπου απαιτείται και τέλος με χρήση της μεθόδου οστεογονικής φόρτισης ανάλογα με τις προτιμήσεις του ασθενούς .